Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

στρυφνότης
στρῶμα
στρωματόδεσμον
στρωματοφύλαξ
στρωμνή
στρώτης
στρωτός
στρωφάω
στυγάνωρ
στυγερός
στυγερώπης
στυγέω
στύγημα
στυγητός
Στύγιος
στυγνάζω
στυγνός
στυγνότης
στυγνόω
στυγόδεμνος
στύγος
View word page
στυγερώπης
στυγερώπης στῠγερ-ώπης, ες ὤψ of hateful look, horrible, Hes.

ShortDef

of hateful look, horrible

Debugging

Headword:
στυγερώπης
Headword (normalized):
στυγερώπης
Headword (normalized/stripped):
στυγερωπης
IDX:
30421
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30456
Key:
stugerw/phs

Data

{'content': 'στυγερώπης\n στῠγερ-ώπης, ες\n ὤψ\n of hateful look, horrible, Hes.', 'key': 'stugerw/phs'}