Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

στρυφνός
στρυφνότης
στρῶμα
στρωματόδεσμον
στρωματοφύλαξ
στρωμνή
στρώτης
στρωτός
στρωφάω
στυγάνωρ
στυγερός
στυγερώπης
στυγέω
στύγημα
στυγητός
Στύγιος
στυγνάζω
στυγνός
στυγνότης
στυγνόω
στυγόδεμνος
View word page
στυγερός
στυγερός στῠγερός, ά, όν στυγέω poet. adj. hated, abominated, loathed, or hateful, abominable, loathsome, Hom., Trag.:—c. dat. bearing hatred or malice towards one, στυγερὸς δέ οἱ ἔπλετο θυμῷ Il. hateful, wretched, miserable, Soph., Ar. adv. -ρῶς, to oneʼs sorrow, miserably, Hom., Soph.

ShortDef

hated, abominated, loathed

Debugging

Headword:
στυγερός
Headword (normalized):
στυγερός
Headword (normalized/stripped):
στυγερος
IDX:
30420
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30455
Key:
stugero/s

Data

{'content': 'στυγερός\n στῠγερός, ά, όν\n στυγέω\n poet. adj. hated, abominated, loathed, or hateful, abominable, loathsome, Hom., Trag.:—c. dat. bearing hatred or malice towards one, στυγερὸς δέ οἱ ἔπλετο θυμῷ Il.\n hateful, wretched, miserable, Soph., Ar.\n adv. -ρῶς, to oneʼs sorrow, miserably, Hom., Soph.', 'key': 'stugero/s'}