Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
στρόφος
Στρυμονίας
Στρυμών
στρυφνός
στρυφνότης
στρῶμα
στρωματόδεσμον
στρωματοφύλαξ
στρωμνή
στρώτης
στρωτός
στρωφάω
στυγάνωρ
στυγερός
στυγερώπης
στυγέω
στύγημα
στυγητός
Στύγιος
στυγνάζω
στυγνός
View word page
στρωτός
στρωτός στρωτός, ή, όν spread, laid, covered, Hes., Eur.; στρωτὰ φάρη bed clothes, Soph.
ShortDef
spread, laid, covered
Debugging
Headword:
στρωτός
Headword (normalized):
στρωτός
Headword (normalized/stripped):
στρωτος
IDX:
30417
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30452
Key:
strwto/s
Data
{'content': 'στρωτός\n στρωτός, ή, όν\n spread, laid, covered, Hes., Eur.; στρωτὰ φάρη bed clothes, Soph.', 'key': 'strwto/s'}