Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

στρόφιον
στροφίς
στρόφις
στροφοδινέομαι
στρόφος
Στρυμονίας
Στρυμών
στρυφνός
στρυφνότης
στρῶμα
στρωματόδεσμον
στρωματοφύλαξ
στρωμνή
στρώτης
στρωτός
στρωφάω
στυγάνωρ
στυγερός
στυγερώπης
στυγέω
στύγημα
View word page
στρωματόδεσμον
στρωματόδεσμον στρωμᾰτό-δεσμον, ου, τό, a leathern or linen sack in which slaves had to tie up the bedclothes (στρώματα) , Xen., Aeschin.

ShortDef

a leather or linen bag with bedding

Debugging

Headword:
στρωματόδεσμον
Headword (normalized):
στρωματόδεσμον
Headword (normalized/stripped):
στρωματοδεσμον
IDX:
30413
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30448
Key:
strwmato/desmon

Data

{'content': 'στρωματόδεσμον\n στρωμᾰτό-δεσμον, ου, τό,\n a leathern or linen sack in which slaves had to tie up the bedclothes (στρώματα) , Xen., Aeschin.', 'key': 'strwmato/desmon'}