Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

στρόφιγξ
στρόφιον
στροφίς
στρόφις
στροφοδινέομαι
στρόφος
Στρυμονίας
Στρυμών
στρυφνός
στρυφνότης
στρῶμα
στρωματόδεσμον
στρωματοφύλαξ
στρωμνή
στρώτης
στρωτός
στρωφάω
στυγάνωρ
στυγερός
στυγερώπης
στυγέω
View word page
στρῶμα
στρῶμα στρῶμα, ατος, τό, στρώννυμι anything spread or laid out for lying or sitting upon, a mattress, bed, Lat. stragulum, vestis stragula, Theogn.:—in pl. the bedclothes, the coverings of a dinner-couch, Ar., etc. a horsecloth, horse-trappings, Xen.

ShortDef

anything spread

Debugging

Headword:
στρῶμα
Headword (normalized):
στρῶμα
Headword (normalized/stripped):
στρωμα
IDX:
30412
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30447
Key:
strw=ma

Data

{'content': 'στρῶμα\n στρῶμα, ατος, τό,\n στρώννυμι\n anything spread or laid out for lying or sitting upon, a mattress, bed, Lat. stragulum, vestis stragula, Theogn.:—in pl. the bedclothes, the coverings of a dinner-couch, Ar., etc.\n a horsecloth, horse-trappings, Xen.', 'key': 'strw=ma'}