Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
στροφή
στρόφιγξ
στρόφιον
στροφίς
στρόφις
στροφοδινέομαι
στρόφος
Στρυμονίας
Στρυμών
στρυφνός
στρυφνότης
στρῶμα
στρωματόδεσμον
στρωματοφύλαξ
στρωμνή
στρώτης
στρωτός
στρωφάω
στυγάνωρ
στυγερός
στυγερώπης
View word page
στρυφνότης
στρυφνότης στρυφνότης, ητος, ἡ, a rough, harsh taste: metaph. harshness of temper, Plut.
ShortDef
a rough, harsh taste
Debugging
Headword:
στρυφνότης
Headword (normalized):
στρυφνότης
Headword (normalized/stripped):
στρυφνοτης
IDX:
30411
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30446
Key:
strufno/ths
Data
{'content': 'στρυφνότης\n στρυφνότης, ητος, ἡ,\n a rough, harsh taste: metaph. harshness of temper, Plut.', 'key': 'strufno/ths'}