Στρυμών
Στρῡμών, όνος, ὁ,
the Strymon, a river of Thrace, Hes., Hdt.:—adj. Στρυμόνιος, η, ον of the Strymon, Aesch., Eur.; and Στρυμονικός, ή, όν, Strab.
{'content': 'Στρυμών\n Στρῡμών, όνος, ὁ,\n the Strymon, a river of Thrace, Hes., Hdt.:—adj. Στρυμόνιος, η, ον of the Strymon, Aesch., Eur.; and Στρυμονικός, ή, όν, Strab.', 'key': '*strumw/n'}