Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

στροφεύς
στροφέω
στροφή
στρόφιγξ
στρόφιον
στροφίς
στρόφις
στροφοδινέομαι
στρόφος
Στρυμονίας
Στρυμών
στρυφνός
στρυφνότης
στρῶμα
στρωματόδεσμον
στρωματοφύλαξ
στρωμνή
στρώτης
στρωτός
στρωφάω
στυγάνωρ
View word page
Στρυμών
Στρυμών Στρῡμών, όνος, ὁ, the Strymon, a river of Thrace, Hes., Hdt.:—adj. Στρυμόνιος, η, ον of the Strymon, Aesch., Eur.; and Στρυμονικός, ή, όν, Strab.

ShortDef

the Strymon

Debugging

Headword:
Στρυμών
Headword (normalized):
στρυμών
Headword (normalized/stripped):
στρυμων
IDX:
30409
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30444
Key:
*strumw/n

Data

{'content': 'Στρυμών\n Στρῡμών, όνος, ὁ,\n the Strymon, a river of Thrace, Hes., Hdt.:—adj. Στρυμόνιος, η, ον of the Strymon, Aesch., Eur.; and Στρυμονικός, ή, όν, Strab.', 'key': '*strumw/n'}