Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

στροφαλίζω
στροφάς
στροφεῖον
στροφεύς
στροφέω
στροφή
στρόφιγξ
στρόφιον
στροφίς
στρόφις
στροφοδινέομαι
στρόφος
Στρυμονίας
Στρυμών
στρυφνός
στρυφνότης
στρῶμα
στρωματόδεσμον
στρωματοφύλαξ
στρωμνή
στρώτης
View word page
στροφοδινέομαι
στροφοδινέομαι στροφο-δῑνέομαι, δινέω Pass. to wheel eddying round, of vultures wheeling round their nest, Aesch.

ShortDef

to wheel eddying round

Debugging

Headword:
στροφοδινέομαι
Headword (normalized):
στροφοδινέομαι
Headword (normalized/stripped):
στροφοδινεομαι
IDX:
30406
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30441
Key:
strofodine/omai

Data

{'content': 'στροφοδινέομαι\n στροφο-δῑνέομαι,\n δινέω\n Pass. to wheel eddying round, of vultures wheeling round their nest, Aesch.', 'key': 'strofodine/omai'}