Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
στροφάλιγξ
στροφαλίζω
στροφάς
στροφεῖον
στροφεύς
στροφέω
στροφή
στρόφιγξ
στρόφιον
στροφίς
στρόφις
στροφοδινέομαι
στρόφος
Στρυμονίας
Στρυμών
στρυφνός
στρυφνότης
στρῶμα
στρωματόδεσμον
στρωματοφύλαξ
στρωμνή
View word page
στρόφις
στρόφις στρόφις, ιος, ὁ, στρέφω a twisting, slippery fellow, Ar.
ShortDef
a twisting, slippery fellow
Debugging
Headword:
στρόφις
Headword (normalized):
στρόφις
Headword (normalized/stripped):
στροφις
IDX:
30405
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30440
Key:
stro/fis
Data
{'content': 'στρόφις\n στρόφις, ιος, ὁ,\n στρέφω\n a twisting, slippery fellow, Ar.', 'key': 'stro/fis'}