Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
στρουθοφάγος
στροφαῖος
στροφάλιγξ
στροφαλίζω
στροφάς
στροφεῖον
στροφεύς
στροφέω
στροφή
στρόφιγξ
στρόφιον
στροφίς
στρόφις
στροφοδινέομαι
στρόφος
Στρυμονίας
Στρυμών
στρυφνός
στρυφνότης
στρῶμα
στρωματόδεσμον
View word page
στρόφιον
στρόφιον στρόφιον, ου, τό, Dim. of στρόφος a band worn by women round the breast, Ar. a headband worn by priests, Plut.
ShortDef
a band worn by women
Debugging
Headword:
στρόφιον
Headword (normalized):
στρόφιον
Headword (normalized/stripped):
στροφιον
IDX:
30403
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30438
Key:
stro/fion
Data
{'content': 'στρόφιον\n στρόφιον, ου, τό,\n Dim. of στρόφος\n a band worn by women round the breast, Ar.\n a headband worn by priests, Plut.', 'key': 'stro/fion'}