Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
στρόμβος
στρούθειον
στρουθοκάμηλος
στρουθός
στρουθοφάγος
στροφαῖος
στροφάλιγξ
στροφαλίζω
στροφάς
στροφεῖον
στροφεύς
στροφέω
στροφή
στρόφιγξ
στρόφιον
στροφίς
στρόφις
στροφοδινέομαι
στρόφος
Στρυμονίας
Στρυμών
View word page
στροφεύς
στροφεύς στροφεύς, έως, ὁ, στρέφω the socket in which the pivot of a door (ὁ στρόφιγξ) moved, Ar.
ShortDef
the socket
Debugging
Headword:
στροφεύς
Headword (normalized):
στροφεύς
Headword (normalized/stripped):
στροφευς
IDX:
30399
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30434
Key:
strofeu/s
Data
{'content': 'στροφεύς\n στροφεύς, έως, ὁ,\n στρέφω\n the socket in which the pivot of a door (ὁ στρόφιγξ) moved, Ar.', 'key': 'strofeu/s'}