Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀνταλαλάζω
ἀντάλλαγμα
ἀνταλλακτέος
ἀνταλλάσσω
ἀνταμείβομαι
ἀνταμύνομαι
ἀνταναβιβάζω
ἀντανάγω
ἀνταναιρέω
ἀνταναλίσκω
ἀνταναμένω
ἀνταναπίμπλημι
ἀνταναπλέκω
ἀνταναπληρόω
ἄντανδρος
ἀντάνειμι
ἀντανίστημι
ἀντάξιος
ἀνταξιόω
ἀνταπαιτέω
ἀνταπαμείβομαι
View word page
ἀνταναμένω
ἀνταναμένω to wait instead of taking active measures, Thuc.

ShortDef

to wait instead

Debugging

Headword:
ἀνταναμένω
Headword (normalized):
ἀνταναμένω
Headword (normalized/stripped):
ανταναμενω
IDX:
3042
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3043
Key:
a)ntaname/nw

Data

{'content': 'ἀνταναμένω\n to wait instead of taking active measures, Thuc.', 'key': 'a)ntaname/nw'}