Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
στροβιλώδης
στρόβος
στρογγύλλω
στρογγύλος
στρογγυλότης
στρομβηδόν
στρόμβος
στρούθειον
στρουθοκάμηλος
στρουθός
στρουθοφάγος
στροφαῖος
στροφάλιγξ
στροφαλίζω
στροφάς
στροφεῖον
στροφεύς
στροφέω
στροφή
στρόφιγξ
στρόφιον
View word page
στρουθοφάγος
στρουθοφάγος στρουθο-φάγος, ον, feeding on birds, Strab.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
στρουθοφάγος
Headword (normalized):
στρουθοφάγος
Headword (normalized/stripped):
στρουθοφαγος
IDX:
30393
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30428
Key:
strouqofa/gos
Data
{'content': 'στρουθοφάγος\n στρουθο-φάγος, ον,\n feeding on birds, Strab.', 'key': 'strouqofa/gos'}