Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
στροβιλός
στρόβιλος
στροβιλώδης
στρόβος
στρογγύλλω
στρογγύλος
στρογγυλότης
στρομβηδόν
στρόμβος
στρούθειον
στρουθοκάμηλος
στρουθός
στρουθοφάγος
στροφαῖος
στροφάλιγξ
στροφαλίζω
στροφάς
στροφεῖον
στροφεύς
στροφέω
στροφή
View word page
στρουθοκάμηλος
στρουθοκάμηλος στρουθο-κάμηλος (ᾰ), ὁ, also ἡ, an ostrich, from its camel-like neck, Strab.
ShortDef
an ostrich
Debugging
Headword:
στρουθοκάμηλος
Headword (normalized):
στρουθοκάμηλος
Headword (normalized/stripped):
στρουθοκαμηλος
IDX:
30391
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30426
Key:
strouqoka/mhlos
Data
{'content': 'στρουθοκάμηλος\n στρουθο-κάμηλος (ᾰ), ὁ, also ἡ,\n an ostrich, from its camel-like neck, Strab.', 'key': 'strouqoka/mhlos'}