στρογγυλότης
στρογγυλότης
from στρογγύλος (ῠ)
στρογγῠλότης, ητος, ἡ,
roundness, Plat.
{
"content": "στρογγυλότης\n from στρογγύλος (ῠ)\n στρογγῠλότης, ητος, ἡ,\n roundness, Plat.",
"key": "stroggulo/ths"
}