Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

στριβιλικίγξ
στροβέω
στροβιλίζω
στροβιλοειδής
στροβιλός
στρόβιλος
στροβιλώδης
στρόβος
στρογγύλλω
στρογγύλος
στρογγυλότης
στρομβηδόν
στρόμβος
στρούθειον
στρουθοκάμηλος
στρουθός
στρουθοφάγος
στροφαῖος
στροφάλιγξ
στροφαλίζω
στροφάς
View word page
στρογγυλότης
στρογγυλότης from στρογγύλος (ῠ) στρογγῠλότης, ητος, ἡ, roundness, Plat.

ShortDef

roundness

Debugging

Headword:
στρογγυλότης
Headword (normalized):
στρογγυλότης
Headword (normalized/stripped):
στρογγυλοτης
IDX:
30387
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30422
Key:
stroggulo/ths

Data

{'content': 'στρογγυλότης\n from στρογγύλος (ῠ)\n στρογγῠλότης, ητος, ἡ,\n roundness, Plat.', 'key': 'stroggulo/ths'}