Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
στρηνιάω
στρῆνος
στριβιλικίγξ
στροβέω
στροβιλίζω
στροβιλοειδής
στροβιλός
στρόβιλος
στροβιλώδης
στρόβος
στρογγύλλω
στρογγύλος
στρογγυλότης
στρομβηδόν
στρόμβος
στρούθειον
στρουθοκάμηλος
στρουθός
στρουθοφάγος
στροφαῖος
στροφάλιγξ
View word page
στρογγύλλω
στρογγύλλω στρογγύλλω, to twirl, spin, Anth. from στρογγύλος (ῠ)
ShortDef
to round off, make round; to twirl, spin
Debugging
Headword:
στρογγύλλω
Headword (normalized):
στρογγύλλω
Headword (normalized/stripped):
στρογγυλλω
IDX:
30385
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30420
Key:
stroggu/llw
Data
{'content': 'στρογγύλλω\n στρογγύλλω,\n to twirl, spin, Anth.\n from στρογγύλος (ῠ)', 'key': 'stroggu/llw'}