Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
στρηνής
στρηνιάω
στρῆνος
στριβιλικίγξ
στροβέω
στροβιλίζω
στροβιλοειδής
στροβιλός
στρόβιλος
στροβιλώδης
στρόβος
στρογγύλλω
στρογγύλος
στρογγυλότης
στρομβηδόν
στρόμβος
στρούθειον
στρουθοκάμηλος
στρουθός
στρουθοφάγος
στροφαῖος
View word page
στρόβος
στρόβος στρόβος, ὁ, στρέφω a twisting or whirling round, of the effect of a whirlwind, Aesch.
ShortDef
a twisting
Debugging
Headword:
στρόβος
Headword (normalized):
στρόβος
Headword (normalized/stripped):
στροβος
IDX:
30384
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30419
Key:
stro/bos
Data
{'content': 'στρόβος\n στρόβος, ὁ,\n στρέφω\n a twisting or whirling round, of the effect of a whirlwind, Aesch.', 'key': 'stro/bos'}