Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
στρεψοδικοπανουργία
στρηνής
στρηνιάω
στρῆνος
στριβιλικίγξ
στροβέω
στροβιλίζω
στροβιλοειδής
στροβιλός
στρόβιλος
στροβιλώδης
στρόβος
στρογγύλλω
στρογγύλος
στρογγυλότης
στρομβηδόν
στρόμβος
στρούθειον
στρουθοκάμηλος
στρουθός
στρουθοφάγος
View word page
στροβιλώδης
στροβιλώδης στροβῑλ-ώδης, ες contr. for στροβιλοειδής, Plut.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
στροβιλώδης
Headword (normalized):
στροβιλώδης
Headword (normalized/stripped):
στροβιλωδης
IDX:
30383
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30418
Key:
strobilw/dhs
Data
{'content': 'στροβιλώδης\n στροβῑλ-ώδης, ες\n contr. for στροβιλοειδής, Plut.', 'key': 'strobilw/dhs'}