Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
στρεφεδινέω
στρέφω
στρεψοδικέω
στρεψοδικοπανουργία
στρηνής
στρηνιάω
στρῆνος
στριβιλικίγξ
στροβέω
στροβιλίζω
στροβιλοειδής
στροβιλός
στρόβιλος
στροβιλώδης
στρόβος
στρογγύλλω
στρογγύλος
στρογγυλότης
στρομβηδόν
στρόμβος
στρούθειον
View word page
στροβιλοειδής
στροβιλοειδής στροβῑλο-ειδής, ές εἶδος conical, Strab.
ShortDef
conical
Debugging
Headword:
στροβιλοειδής
Headword (normalized):
στροβιλοειδής
Headword (normalized/stripped):
στροβιλοειδης
IDX:
30380
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30415
Key:
strobiloeidh/s
Data
{'content': 'στροβιλοειδής\n στροβῑλο-ειδής, ές\n εἶδος\n conical, Strab.', 'key': 'strobiloeidh/s'}