Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
στρεπτός
στρεπτοφόρος
στρεύγω
στρεφεδινέω
στρέφω
στρεψοδικέω
στρεψοδικοπανουργία
στρηνής
στρηνιάω
στρῆνος
στριβιλικίγξ
στροβέω
στροβιλίζω
στροβιλοειδής
στροβιλός
στρόβιλος
στροβιλώδης
στρόβος
στρογγύλλω
στρογγύλος
στρογγυλότης
View word page
στριβιλικίγξ
στριβιλικίγξ Comic word, οὐδʼ ἂν στριβιλικίγξ not the least, not a fraction, Ar.
ShortDef
the least
Debugging
Headword:
στριβιλικίγξ
Headword (normalized):
στριβιλικίγξ
Headword (normalized/stripped):
στριβιλικιγξ
IDX:
30377
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30412
Key:
stribiliki/gc
Data
{'content': 'στριβιλικίγξ\n Comic word, οὐδʼ ἂν στριβιλικίγξ not the least, not a fraction, Ar.', 'key': 'stribiliki/gc'}