Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
στρεβλότης
στρεβλόω
στρέμμα
στρέπταιγλος
στρεπτός
στρεπτοφόρος
στρεύγω
στρεφεδινέω
στρέφω
στρεψοδικέω
στρεψοδικοπανουργία
στρηνής
στρηνιάω
στρῆνος
στριβιλικίγξ
στροβέω
στροβιλίζω
στροβιλοειδής
στροβιλός
στρόβιλος
στροβιλώδης
View word page
στρεψοδικοπανουργία
στρεψοδικοπανουργία στρεψο-δῐκο-πᾰνουργία, ἡ, cunning in the perversion of justice, Ar.
ShortDef
cunning in the perversion of justice
Debugging
Headword:
στρεψοδικοπανουργία
Headword (normalized):
στρεψοδικοπανουργία
Headword (normalized/stripped):
στρεψοδικοπανουργια
IDX:
30373
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30408
Key:
streyodikopanourgi/a
Data
{'content': 'στρεψοδικοπανουργία\n στρεψο-δῐκο-πᾰνουργία, ἡ,\n cunning in the perversion of justice, Ar.', 'key': 'streyodikopanourgi/a'}