Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

στρεβλός
στρεβλότης
στρεβλόω
στρέμμα
στρέπταιγλος
στρεπτός
στρεπτοφόρος
στρεύγω
στρεφεδινέω
στρέφω
στρεψοδικέω
στρεψοδικοπανουργία
στρηνής
στρηνιάω
στρῆνος
στριβιλικίγξ
στροβέω
στροβιλίζω
στροβιλοειδής
στροβιλός
στρόβιλος
View word page
στρεψοδικέω
στρεψοδικέω στρεψο-δῐκέω, fut. -ήσω δίκη to twist justice, Ar.

ShortDef

to twist justice

Debugging

Headword:
στρεψοδικέω
Headword (normalized):
στρεψοδικέω
Headword (normalized/stripped):
στρεψοδικεω
IDX:
30372
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30407
Key:
streyodike/w

Data

{'content': 'στρεψοδικέω\n στρεψο-δῐκέω,\n fut. -ήσω\n δίκη\n to twist justice, Ar.', 'key': 'streyodike/w'}