Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

στρατόω
Στρατωνίδης
στρεβλός
στρεβλότης
στρεβλόω
στρέμμα
στρέπταιγλος
στρεπτός
στρεπτοφόρος
στρεύγω
στρεφεδινέω
στρέφω
στρεψοδικέω
στρεψοδικοπανουργία
στρηνής
στρηνιάω
στρῆνος
στριβιλικίγξ
στροβέω
στροβιλίζω
στροβιλοειδής
View word page
στρεφεδινέω
στρεφεδινέω στρεφε-δῑνέω, fut. -ήσω to spin or whirl something round: Pass., ὄσσε οἱ στρεφεδίνηθεν (for -νήθησαν) his eyes span round, of one stunned by a blow on the nape of the neck, Il.

ShortDef

to spin

Debugging

Headword:
στρεφεδινέω
Headword (normalized):
στρεφεδινέω
Headword (normalized/stripped):
στρεφεδινεω
IDX:
30370
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30405
Key:
strefedine/w

Data

{'content': 'στρεφεδινέω\n στρεφε-δῑνέω,\n fut. -ήσω\n to spin or whirl something round: Pass., ὄσσε οἱ στρεφεδίνηθεν (for -νήθησαν) his eyes span round, of one stunned by a blow on the nape of the neck, Il.', 'key': 'strefedine/w'}