Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

στρατός
στρατοφύλαξ
στρατόω
Στρατωνίδης
στρεβλός
στρεβλότης
στρεβλόω
στρέμμα
στρέπταιγλος
στρεπτός
στρεπτοφόρος
στρεύγω
στρεφεδινέω
στρέφω
στρεψοδικέω
στρεψοδικοπανουργία
στρηνής
στρηνιάω
στρῆνος
στριβιλικίγξ
στροβέω
View word page
στρεπτοφόρος
στρεπτοφόρος στρεπτο-φόρος, ον, στρεπτός I. 2, φέρω wearing a collar, Lat. torquatus, Hdt.

ShortDef

wearing a collar

Debugging

Headword:
στρεπτοφόρος
Headword (normalized):
στρεπτοφόρος
Headword (normalized/stripped):
στρεπτοφορος
IDX:
30368
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30403
Key:
streptofo/ros

Data

{'content': 'στρεπτοφόρος\n στρεπτο-φόρος, ον,\n στρεπτός I. 2, φέρω\n wearing a collar, Lat. torquatus, Hdt.', 'key': 'streptofo/ros'}