Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

στρατοπεδευτικός
στρατοπεδεύω
στρατόπεδον
στρατός
στρατοφύλαξ
στρατόω
Στρατωνίδης
στρεβλός
στρεβλότης
στρεβλόω
στρέμμα
στρέπταιγλος
στρεπτός
στρεπτοφόρος
στρεύγω
στρεφεδινέω
στρέφω
στρεψοδικέω
στρεψοδικοπανουργία
στρηνής
στρηνιάω
View word page
στρέμμα
στρέμμα στρέμμα, ατος, τό, στρέφω a wrench, strain, sprain, Dem.

ShortDef

a wrench, strain, sprain

Debugging

Headword:
στρέμμα
Headword (normalized):
στρέμμα
Headword (normalized/stripped):
στρεμμα
IDX:
30365
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30400
Key:
stre/mma

Data

{'content': 'στρέμμα\n στρέμμα, ατος, τό,\n στρέφω\n a wrench, strain, sprain, Dem.', 'key': 'stre/mma'}