Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

στρατοπεδεία
στρατοπέδευσις
στρατοπεδευτικός
στρατοπεδεύω
στρατόπεδον
στρατός
στρατοφύλαξ
στρατόω
Στρατωνίδης
στρεβλός
στρεβλότης
στρεβλόω
στρέμμα
στρέπταιγλος
στρεπτός
στρεπτοφόρος
στρεύγω
στρεφεδινέω
στρέφω
στρεψοδικέω
στρεψοδικοπανουργία
View word page
στρεβλότης
στρεβλότης στρεβλότης, ητος, ἡ, crookedness, Plut.

ShortDef

crookedness

Debugging

Headword:
στρεβλότης
Headword (normalized):
στρεβλότης
Headword (normalized/stripped):
στρεβλοτης
IDX:
30363
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30398
Key:
streblo/ths

Data

{'content': 'στρεβλότης\n στρεβλότης, ητος, ἡ,\n crookedness, Plut.', 'key': 'streblo/ths'}