Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
στρατοπεδάρχης
στρατοπεδεία
στρατοπέδευσις
στρατοπεδευτικός
στρατοπεδεύω
στρατόπεδον
στρατός
στρατοφύλαξ
στρατόω
Στρατωνίδης
στρεβλός
στρεβλότης
στρεβλόω
στρέμμα
στρέπταιγλος
στρεπτός
στρεπτοφόρος
στρεύγω
στρεφεδινέω
στρέφω
στρεψοδικέω
View word page
στρεβλός
στρεβλός στρεβλός, ή, όν στρέφω twisted, crooked, Arist.; of the brows, knit, wrinkled, Anth.: metaph., στρεβλοῖσι παλαίσμασι by cunning dodges in wrestling, Ar.
ShortDef
twisted, crooked
Debugging
Headword:
στρεβλός
Headword (normalized):
στρεβλός
Headword (normalized/stripped):
στρεβλος
IDX:
30362
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30397
Key:
streblo/s
Data
{'content': 'στρεβλός\n στρεβλός, ή, όν\n στρέφω\n twisted, crooked, Arist.; of the brows, knit, wrinkled, Anth.: metaph., στρεβλοῖσι παλαίσμασι by cunning dodges in wrestling, Ar.', 'key': 'streblo/s'}