Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

στρατόμαντις
στρατοπεδάρχης
στρατοπεδεία
στρατοπέδευσις
στρατοπεδευτικός
στρατοπεδεύω
στρατόπεδον
στρατός
στρατοφύλαξ
στρατόω
Στρατωνίδης
στρεβλός
στρεβλότης
στρεβλόω
στρέμμα
στρέπταιγλος
στρεπτός
στρεπτοφόρος
στρεύγω
στρεφεδινέω
στρέφω
View word page
Στρατωνίδης
Στρατωνίδης Στρᾰτωνίδης, ου, ὁ, Comic patronymic, son of the army, Ar.

ShortDef

son of the army

Debugging

Headword:
Στρατωνίδης
Headword (normalized):
στρατωνίδης
Headword (normalized/stripped):
στρατωνιδης
IDX:
30361
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30396
Key:
*stratwni/dhs

Data

{'content': 'Στρατωνίδης\n Στρᾰτωνίδης, ου, ὁ,\n Comic patronymic, son of the army, Ar.', 'key': '*stratwni/dhs'}