Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

στρατολογέω
στρατόμαντις
στρατοπεδάρχης
στρατοπεδεία
στρατοπέδευσις
στρατοπεδευτικός
στρατοπεδεύω
στρατόπεδον
στρατός
στρατοφύλαξ
στρατόω
Στρατωνίδης
στρεβλός
στρεβλότης
στρεβλόω
στρέμμα
στρέπταιγλος
στρεπτός
στρεπτοφόρος
στρεύγω
στρεφεδινέω
View word page
στρατόω
στρατόω στρᾰτόω, to lead to war; only found in aor1 pass. part. στρατωθέν (sc. στόμιον) the curb formed by the army, Aesch.: v. στρατάω.

ShortDef

to lead to war

Debugging

Headword:
στρατόω
Headword (normalized):
στρατόω
Headword (normalized/stripped):
στρατοω
IDX:
30360
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30395
Key:
strato/w

Data

{'content': 'στρατόω\n στρᾰτόω,\n to lead to war; only found in aor1 pass. part. στρατωθέν (sc. στόμιον) the curb formed by the army, Aesch.: v. στρατάω.', 'key': 'strato/w'}