Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

στρατιῶτις
στρατολογέω
στρατόμαντις
στρατοπεδάρχης
στρατοπεδεία
στρατοπέδευσις
στρατοπεδευτικός
στρατοπεδεύω
στρατόπεδον
στρατός
στρατοφύλαξ
στρατόω
Στρατωνίδης
στρεβλός
στρεβλότης
στρεβλόω
στρέμμα
στρέπταιγλος
στρεπτός
στρεπτοφόρος
στρεύγω
View word page
στρατοφύλαξ
στρατοφύλαξ στρᾰτο-φύλαξ (ῠ), ακος, a commanding officer, Strab.

ShortDef

a commanding officer

Debugging

Headword:
στρατοφύλαξ
Headword (normalized):
στρατοφύλαξ
Headword (normalized/stripped):
στρατοφυλαξ
IDX:
30359
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30394
Key:
stratofu/lac

Data

{'content': 'στρατοφύλαξ\n στρᾰτο-φύλαξ (ῠ), ακος,\n a commanding officer, Strab.', 'key': 'stratofu/lac'}