Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

στρατιωτικός
στρατιῶτις
στρατολογέω
στρατόμαντις
στρατοπεδάρχης
στρατοπεδεία
στρατοπέδευσις
στρατοπεδευτικός
στρατοπεδεύω
στρατόπεδον
στρατός
στρατοφύλαξ
στρατόω
Στρατωνίδης
στρεβλός
στρεβλότης
στρεβλόω
στρέμμα
στρέπταιγλος
στρεπτός
στρεπτοφόρος
View word page
στρατός
στρατός .στρᾰτός, οῦ, ὁ, an encamped army, generally, an army, host, ἀνὰ στρατόν or κατὰ στρ. throughout the army, Hom.; Epic gen. στρατόφι Il.; of a naval force, Aesch., etc. the soldiery, people, exclusive of the chiefs, Hom.: so, the commons, people, Pind., Aesch. any band or body of men, Pind.

ShortDef

an encamped army

Debugging

Headword:
στρατός
Headword (normalized):
στρατός
Headword (normalized/stripped):
στρατος
IDX:
30358
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30393
Key:
strato/s

Data

{'content': 'στρατός\n .στρᾰτός, οῦ, ὁ,\n an encamped army, generally, an army, host, ἀνὰ στρατόν or κατὰ στρ. throughout the army, Hom.; Epic gen. στρατόφι Il.; of a naval force, Aesch., etc.\n the soldiery, people, exclusive of the chiefs, Hom.: so, the commons, people, Pind., Aesch.\n any band or body of men, Pind.', 'key': 'strato/s'}