Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

στρατιώτης
στρατιωτικός
στρατιῶτις
στρατολογέω
στρατόμαντις
στρατοπεδάρχης
στρατοπεδεία
στρατοπέδευσις
στρατοπεδευτικός
στρατοπεδεύω
στρατόπεδον
στρατός
στρατοφύλαξ
στρατόω
Στρατωνίδης
στρεβλός
στρεβλότης
στρεβλόω
στρέμμα
στρέπταιγλος
στρεπτός
View word page
στρατόπεδον
στρατόπεδον στρᾰτό-πεδον, ου, τό, the ground on which soldiers are encamped, a camp, encampment, Hdt., Aesch.:— hence, a camp, encamped army, Hdt., Thuc. generally, an army, Hdt.; also, a squadron of ships, Hdt., Thuc. the Roman legion, Polyb.

ShortDef

the ground on which soldiers are encamped, a camp, encampment

Debugging

Headword:
στρατόπεδον
Headword (normalized):
στρατόπεδον
Headword (normalized/stripped):
στρατοπεδον
IDX:
30357
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30392
Key:
strato/pedon

Data

{'content': 'στρατόπεδον\n στρᾰτό-πεδον, ου, τό,\n the ground on which soldiers are encamped, a camp, encampment, Hdt., Aesch.:— hence, a camp, encamped army, Hdt., Thuc.\n generally, an army, Hdt.; also, a squadron of ships, Hdt., Thuc.\n the Roman legion, Polyb.', 'key': 'strato/pedon'}