Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
στρατίαρχος
στράτιος
στρατιώτης
στρατιωτικός
στρατιῶτις
στρατολογέω
στρατόμαντις
στρατοπεδάρχης
στρατοπεδεία
στρατοπέδευσις
στρατοπεδευτικός
στρατοπεδεύω
στρατόπεδον
στρατός
στρατοφύλαξ
στρατόω
Στρατωνίδης
στρεβλός
στρεβλότης
στρεβλόω
στρέμμα
View word page
στρατοπεδευτικός
στρατοπεδευτικός στρᾰτοπεδευτικός, ή, όν of an encampment, Polyb.
ShortDef
of an encampment
Debugging
Headword:
στρατοπεδευτικός
Headword (normalized):
στρατοπεδευτικός
Headword (normalized/stripped):
στρατοπεδευτικος
IDX:
30355
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30390
Key:
stratopedeutiko/s
Data
{'content': 'στρατοπεδευτικός\n στρᾰτοπεδευτικός, ή, όν\n of an encampment, Polyb.', 'key': 'stratopedeutiko/s'}