στρατοπεδευτικός
στρατοπεδευτικός
στρᾰτοπεδευτικός, ή, όν
of an encampment, Polyb.
{
"content": "στρατοπεδευτικός\n στρᾰτοπεδευτικός, ή, όν\n of an encampment, Polyb.",
"key": "stratopedeutiko/s"
}