Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

στρατιά
στρατίαρχος
στράτιος
στρατιώτης
στρατιωτικός
στρατιῶτις
στρατολογέω
στρατόμαντις
στρατοπεδάρχης
στρατοπεδεία
στρατοπέδευσις
στρατοπεδευτικός
στρατοπεδεύω
στρατόπεδον
στρατός
στρατοφύλαξ
στρατόω
Στρατωνίδης
στρεβλός
στρεβλότης
στρεβλόω
View word page
στρατοπέδευσις
στρατοπέδευσις στρᾰτοπέδευσις, εως, an encamping, Xen. an encampment, the position of an army, Xen.

ShortDef

an encamping

Debugging

Headword:
στρατοπέδευσις
Headword (normalized):
στρατοπέδευσις
Headword (normalized/stripped):
στρατοπεδευσις
IDX:
30354
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30389
Key:
stratope/deusis

Data

{'content': 'στρατοπέδευσις\n στρᾰτοπέδευσις, εως,\n an encamping, Xen.\n an encampment, the position of an army, Xen.', 'key': 'stratope/deusis'}