Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

στρατηλατέω
στρατηλάτης
στρατιά
στρατίαρχος
στράτιος
στρατιώτης
στρατιωτικός
στρατιῶτις
στρατολογέω
στρατόμαντις
στρατοπεδάρχης
στρατοπεδεία
στρατοπέδευσις
στρατοπεδευτικός
στρατοπεδεύω
στρατόπεδον
στρατός
στρατοφύλαξ
στρατόω
Στρατωνίδης
στρεβλός
View word page
στρατοπεδάρχης
στρατοπεδάρχης στρᾰτοπεδ-άρχης, ου, ὁ, a military commander, Lat. tribunus legionis, Luc.

ShortDef

a military commander

Debugging

Headword:
στρατοπεδάρχης
Headword (normalized):
στρατοπεδάρχης
Headword (normalized/stripped):
στρατοπεδαρχης
IDX:
30352
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30387
Key:
stratopeda/rxhs

Data

{'content': 'στρατοπεδάρχης\n στρᾰτοπεδ-άρχης, ου, ὁ,\n a military commander, Lat. tribunus legionis, Luc.', 'key': 'stratopeda/rxhs'}