Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

στρατηγός
στρατηλασία
στρατηλατέω
στρατηλάτης
στρατιά
στρατίαρχος
στράτιος
στρατιώτης
στρατιωτικός
στρατιῶτις
στρατολογέω
στρατόμαντις
στρατοπεδάρχης
στρατοπεδεία
στρατοπέδευσις
στρατοπεδευτικός
στρατοπεδεύω
στρατόπεδον
στρατός
στρατοφύλαξ
στρατόω
View word page
στρατολογέω
στρατολογέω στρᾰτο-λογέω, λέγω to levy soldiers: Pass., Plut.

ShortDef

to levy soldiers

Debugging

Headword:
στρατολογέω
Headword (normalized):
στρατολογέω
Headword (normalized/stripped):
στρατολογεω
IDX:
30350
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30385
Key:
stratologe/w

Data

{'content': 'στρατολογέω\n στρᾰτο-λογέω,\n λέγω\n to levy soldiers: Pass., Plut.', 'key': 'stratologe/w'}