Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

στρατηγίς
στρατηγός
στρατηλασία
στρατηλατέω
στρατηλάτης
στρατιά
στρατίαρχος
στράτιος
στρατιώτης
στρατιωτικός
στρατιῶτις
στρατολογέω
στρατόμαντις
στρατοπεδάρχης
στρατοπεδεία
στρατοπέδευσις
στρατοπεδευτικός
στρατοπεδεύω
στρατόπεδον
στρατός
στρατοφύλαξ
View word page
στρατιῶτις
στρατιῶτις στρᾰτιῶτις, ιδος, fem. of στρατιώτης as adj., στρ. ἀρωγά the martial aid, Aesch. στρ. (sc. ναῦς) , a troop-ship, transport, Thuc., Xen.

ShortDef

(ναῦς) a troop-transport ship, (fem. adj.) soldier-

Debugging

Headword:
στρατιῶτις
Headword (normalized):
στρατιῶτις
Headword (normalized/stripped):
στρατιωτις
IDX:
30349
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30384
Key:
stratiw=tis

Data

{'content': 'στρατιῶτις\n στρᾰτιῶτις, ιδος,\n fem. of στρατιώτης\n as adj., στρ. ἀρωγά the martial aid, Aesch.\n στρ. (sc. ναῦς) , a troop-ship, transport, Thuc., Xen.', 'key': 'stratiw=tis'}