Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

στρατήγιον
στρατηγίς
στρατηγός
στρατηλασία
στρατηλατέω
στρατηλάτης
στρατιά
στρατίαρχος
στράτιος
στρατιώτης
στρατιωτικός
στρατιῶτις
στρατολογέω
στρατόμαντις
στρατοπεδάρχης
στρατοπεδεία
στρατοπέδευσις
στρατοπεδευτικός
στρατοπεδεύω
στρατόπεδον
στρατός
View word page
στρατιωτικός
στρατιωτικός from στρᾰτιώτης στρᾰτιωτικός, ή, όν of or for soldiers, Xen., etc.:— τὸ στρ. (sc. ἀργύριον) the pay of the forces, Dem.; but, τὸ στρ. (sc. πλῆθος) the soldiery, Thuc.; τὰ στρατιωτικά (sc. πράγματα) military affairs, Xen. fit for a soldier, military, στρ. ἡλικία the military age, Xen. warlike, soldierlike, γένη Arist. adv. like a soldier, Isocr.:—of ships, στρατιωτικώτερον παρεσκευασμένοι equipped rather as troop-ships than for battle, Thuc.

ShortDef

of or for soldiers

Debugging

Headword:
στρατιωτικός
Headword (normalized):
στρατιωτικός
Headword (normalized/stripped):
στρατιωτικος
IDX:
30348
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30383
Key:
stratiwtiko/s

Data

{'content': 'στρατιωτικός\n from στρᾰτιώτης\n στρᾰτιωτικός, ή, όν\n of or for soldiers, Xen., etc.:— τὸ στρ. (sc. ἀργύριον) the pay of the forces, Dem.; but, τὸ στρ. (sc. πλῆθος) the soldiery, Thuc.; τὰ στρατιωτικά (sc. πράγματα) military affairs, Xen.\n fit for a soldier, military, στρ. ἡλικία the military age, Xen.\n warlike, soldierlike, γένη Arist.\n adv. like a soldier, Isocr.:—of ships, στρατιωτικώτερον παρεσκευασμένοι equipped rather as troop-ships than for battle, Thuc.', 'key': 'stratiwtiko/s'}