Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

στρατηγικός
στρατήγιον
στρατηγίς
στρατηγός
στρατηλασία
στρατηλατέω
στρατηλάτης
στρατιά
στρατίαρχος
στράτιος
στρατιώτης
στρατιωτικός
στρατιῶτις
στρατολογέω
στρατόμαντις
στρατοπεδάρχης
στρατοπεδεία
στρατοπέδευσις
στρατοπεδευτικός
στρατοπεδεύω
στρατόπεδον
View word page
στρατιώτης
στρατιώτης στρᾰτιώτης, ου, ὁ, στρατιά a citizen bound to military service; generally, a soldier, Hdt., Attic; collectively, ὁ στρατιώτης the soldiers, Thuc.

ShortDef

a citizen bound to military service

Debugging

Headword:
στρατιώτης
Headword (normalized):
στρατιώτης
Headword (normalized/stripped):
στρατιωτης
IDX:
30347
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30382
Key:
stratiw/ths

Data

{'content': 'στρατιώτης\n στρᾰτιώτης, ου, ὁ,\n στρατιά\n a citizen bound to military service; generally, a soldier, Hdt., Attic; collectively, ὁ στρατιώτης the soldiers, Thuc.', 'key': 'stratiw/ths'}