Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
στρατεύω
στρατηγέω
στρατηγία
στρατηγιάω
στρατηγικός
στρατήγιον
στρατηγίς
στρατηγός
στρατηλασία
στρατηλατέω
στρατηλάτης
στρατιά
στρατίαρχος
στράτιος
στρατιώτης
στρατιωτικός
στρατιῶτις
στρατολογέω
στρατόμαντις
στρατοπεδάρχης
στρατοπεδεία
View word page
στρατηλάτης
στρατηλάτης στρᾰτ-ηλάτης (λᾰ), ου, ὁ, ἐλαύνω a leader of an army, a general, commander, Soph., Eur., etc.; of an admiral, στρ. νεῶν Aesch.
ShortDef
a leader of an army, a general, commander
Debugging
Headword:
στρατηλάτης
Headword (normalized):
στρατηλάτης
Headword (normalized/stripped):
στρατηλατης
IDX:
30343
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30378
Key:
strathla/ths
Data
{'content': 'στρατηλάτης\n στρᾰτ-ηλάτης (λᾰ), ου, ὁ,\n ἐλαύνω\n a leader of an army, a general, commander, Soph., Eur., etc.; of an admiral, στρ. νεῶν Aesch.', 'key': 'strathla/ths'}