Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
στόχασμα
στοχαστέος
στοχαστικός
στόχος
στραγγαλίζω
στραγγεύομαι
στραγγουρία
στράγξ
στράπτω
στρατάρχης
στράταρχος
στρατεία
στράτευμα
στρατεύσιμος
στράτευσις
στρατευτέος
στρατεύω
στρατηγέω
στρατηγία
στρατηγιάω
στρατηγικός
View word page
στράταρχος
στράταρχος στράτ-αρχος, ὁ, = στρατάρχης, Pind.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
στράταρχος
Headword (normalized):
στράταρχος
Headword (normalized/stripped):
στραταρχος
IDX:
30327
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30361
Key:
stra/tarxos
Data
{'content': 'στράταρχος\n στράτ-αρχος, ὁ,\n = στρατάρχης, Pind.', 'key': 'stra/tarxos'}