Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
στοχάζομαι
στόχασμα
στοχαστέος
στοχαστικός
στόχος
στραγγαλίζω
στραγγεύομαι
στραγγουρία
στράγξ
στράπτω
στρατάρχης
στράταρχος
στρατεία
στράτευμα
στρατεύσιμος
στράτευσις
στρατευτέος
στρατεύω
στρατηγέω
στρατηγία
στρατηγιάω
View word page
στρατάρχης
στρατάρχης στρᾰτ-άρχης, ου, ὁ, the general of an army, Hdt.
ShortDef
the general of an army
Debugging
Headword:
στρατάρχης
Headword (normalized):
στρατάρχης
Headword (normalized/stripped):
στραταρχης
IDX:
30326
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30360
Key:
strata/rxhs
Data
{'content': 'στρατάρχης\n στρᾰτ-άρχης, ου, ὁ,\n the general of an army, Hdt.', 'key': 'strata/rxhs'}