Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
στόρθυγξ
στοχάζομαι
στόχασμα
στοχαστέος
στοχαστικός
στόχος
στραγγαλίζω
στραγγεύομαι
στραγγουρία
στράγξ
στράπτω
στρατάρχης
στράταρχος
στρατεία
στράτευμα
στρατεύσιμος
στράτευσις
στρατευτέος
στρατεύω
στρατηγέω
στρατηγία
View word page
στράπτω
στράπτω στράπτω, = ἀστράπτω to lighten, Soph.
ShortDef
to lighten
Debugging
Headword:
στράπτω
Headword (normalized):
στράπτω
Headword (normalized/stripped):
στραπτω
IDX:
30325
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30359
Key:
stra/ptw
Data
{'content': 'στράπτω\n στράπτω,\n = ἀστράπτω\n to lighten, Soph.', 'key': 'stra/ptw'}