Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀνταείρω
ἄνταθλος
ἀνταιδέομαι
ἀνταῖος
ἀνταίρω
ἀνταιτέω
ἀντακαῖος
ἀντακούω
ἀνταλαλάζω
ἀντάλλαγμα
ἀνταλλακτέος
ἀνταλλάσσω
ἀνταμείβομαι
ἀνταμύνομαι
ἀνταναβιβάζω
ἀντανάγω
ἀνταναιρέω
ἀνταναλίσκω
ἀνταναμένω
ἀνταναπίμπλημι
ἀνταναπλέκω
View word page
ἀνταλλακτέος
ἀνταλλακτέος verb. adj. from ἀνταλλάσσω one must give in exchange, τινός for a thing, Dem.

ShortDef

one must give in exchange

Debugging

Headword:
ἀνταλλακτέος
Headword (normalized):
ἀνταλλακτέος
Headword (normalized/stripped):
ανταλλακτεος
IDX:
3034
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3035
Key:
a)ntallakte/os

Data

{'content': 'ἀνταλλακτέος\n verb. adj. from ἀνταλλάσσω\n one must give in exchange, τινός for a thing, Dem.', 'key': 'a)ntallakte/os'}