Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

στόμιον
στομόω
στομφάζω
στόμφαξ
στόμφος
στόμωμα
στόμωσις
στοναχέω
στοναχή
στονόεις
στόνος
στόνυξ
στοργή
στόρνυμι
στόρθυγξ
στοχάζομαι
στόχασμα
στοχαστέος
στοχαστικός
στόχος
στραγγαλίζω
View word page
στόνος
στόνος στόνος, ὁ, στένω a sighing, groaning, lamentation, Hom.; of the sea, Soph.

ShortDef

a sighing, groaning, lamentation

Debugging

Headword:
στόνος
Headword (normalized):
στόνος
Headword (normalized/stripped):
στονος
IDX:
30311
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30345
Key:
sto/nos

Data

{'content': 'στόνος\n στόνος, ὁ,\n στένω\n a sighing, groaning, lamentation, Hom.; of the sea, Soph.', 'key': 'sto/nos'}