Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀνταγωνιστής
ἀνταείρω
ἄνταθλος
ἀνταιδέομαι
ἀνταῖος
ἀνταίρω
ἀνταιτέω
ἀντακαῖος
ἀντακούω
ἀνταλαλάζω
ἀντάλλαγμα
ἀνταλλακτέος
ἀνταλλάσσω
ἀνταμείβομαι
ἀνταμύνομαι
ἀνταναβιβάζω
ἀντανάγω
ἀνταναιρέω
ἀνταναλίσκω
ἀνταναμένω
ἀνταναπίμπλημι
View word page
ἀντάλλαγμα
ἀντάλλαγμα ἀνταλλάσσω that which is given or taken in exchange, φίλου for a friend, Eur.; τῆς ψυχῆς for oneʼs soul, NTest.

ShortDef

that which is given or taken in exchange

Debugging

Headword:
ἀντάλλαγμα
Headword (normalized):
ἀντάλλαγμα
Headword (normalized/stripped):
ανταλλαγμα
IDX:
3033
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3034
Key:
a)nta/llagma

Data

{'content': 'ἀντάλλαγμα\n ἀνταλλάσσω\n that which is given or taken in exchange, φίλου for a friend, Eur.; τῆς ψυχῆς for oneʼs soul, NTest.', 'key': 'a)nta/llagma'}