Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

στοῖχος
στολάς
στολή
στολιδόομαι
στολιδωτός
στολίζω
στόλιον
στόλισμα
στολίς
στολμός
στόλος
στομαλίμνη
στόμα
στόμαργος
στοματουργός
στόμαχος
στόμιον
στομόω
στομφάζω
στόμφαξ
στόμφος
View word page
στόλος
στόλος στόλος, ὁ, στέλλω an equipment for warlike purposes, an expedition by land or sea, Hdt., Trag., etc.; τεθριπποβάμων στ. an equipage with four horses, Eur. generally, a journey or voyage, Soph., etc.; ἰδίῳ στόλῳ in a journey on oneʼs own account, opp. to δημοσίῳ or κοινῷ στ. (on behalf of the state), Hdt., Thuc. the purpose or cause of a journey, a mission, errand, Soph., Ar. an armament, army, or, a sea-force, fleet, Attic; οὐ πολλῷ στόλῳ, i. e. in one ship, Soph.; πρόπας στόλος all the host, Soph. παγκρατίου στ., periphr. for παγκράτιον, Pind. = ἔμβολον, a shipʼs beak, Pind., Aesch.

ShortDef

an expedition; a voyage; equipment

Debugging

Headword:
στόλος
Headword (normalized):
στόλος
Headword (normalized/stripped):
στολος
IDX:
30295
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30329
Key:
sto/los

Data

{'content': 'στόλος\n στόλος, ὁ,\n στέλλω\n an equipment for warlike purposes, an expedition by land or sea, Hdt., Trag., etc.; τεθριπποβάμων στ. an equipage with four horses, Eur.\n generally, a journey or voyage, Soph., etc.; ἰδίῳ στόλῳ in a journey on oneʼs own account, opp. to δημοσίῳ or κοινῷ στ. (on behalf of the state), Hdt., Thuc.\n the purpose or cause of a journey, a mission, errand, Soph., Ar.\n an armament, army, or, a sea-force, fleet, Attic; οὐ πολλῷ στόλῳ, i. e. in one ship, Soph.; πρόπας στόλος all the host, Soph.\n παγκρατίου στ., periphr. for παγκράτιον, Pind.\n = ἔμβολον, a shipʼs beak, Pind., Aesch.', 'key': 'sto/los'}