στολιδωτός
στολιδωτός
στολῐδωτός, ή, όν
verb. adj. of στολιδόομαι
στ. χιτών a tunic hanging in folds, Xen.
{ "content": "στολιδωτός\n στολῐδωτός, ή, όν\n verb. adj. of στολιδόομαι\n στ. χιτών a tunic hanging in folds, Xen.", "key": "stolidwto/s" }