Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

στίχινος
στιχογράφος
στίχος
στλεγγίς
στοά
στοιβάζω
στοιβή
Στοϊκός
στοιχάς
στοιχεῖον
στοιχέω
στοιχηγορέω
στοιχίζω
στοῖχος
στολάς
στολή
στολιδόομαι
στολιδωτός
στολίζω
στόλιον
στόλισμα
View word page
στοιχέω
στοιχέω στοῖχος to go in a line or row: to go in battle-order, Xen. c. dat. to be in line with, walk by rule or principle, c. dat., NTest.

ShortDef

to go in a line

Debugging

Headword:
στοιχέω
Headword (normalized):
στοιχέω
Headword (normalized/stripped):
στοιχεω
IDX:
30282
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30316
Key:
stoixe/w

Data

{'content': 'στοιχέω\n στοῖχος\n to go in a line or row: to go in battle-order, Xen.\n c. dat. to be in line with, walk by rule or principle, c. dat., NTest.', 'key': 'stoixe/w'}