Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
στιφρός
στιχαοιδός
στιχάομαι
στίχινος
στιχογράφος
στίχος
στλεγγίς
στοά
στοιβάζω
στοιβή
Στοϊκός
στοιχάς
στοιχεῖον
στοιχέω
στοιχηγορέω
στοιχίζω
στοῖχος
στολάς
στολή
στολιδόομαι
στολιδωτός
View word page
Στοϊκός
Στοϊκός , ή, όν poetic for Στωϊκός, Anth.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
Στοϊκός
Headword (normalized):
στοϊκός
Headword (normalized/stripped):
στοικος
IDX:
30279
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30313
Key:
*stoiko/s
Data
{'content': 'Στοϊκός\n , ή, όν\n poetic for Στωϊκός, Anth.', 'key': '*stoiko/s'}